Λίμπκνεχτ, Καρλ

Λίμπκνεχτ, Καρλ
(Karl Liebknecht, Λειψία 1871 – Βερολίνο 1919). Γερμανός σοσιαλιστής ηγέτης. Σπούδασε νομικά και από πολύ νέος ασχολήθηκε με την πολιτική. Ήταν γιος του Βίλχελμ Λίμπκνεχτ (βλ. λ.), από τις σοσιαλιστικές ιδέες του οποίου επηρεάστηκε και ο ίδιος και εξελίχθηκε γρήγορα σε έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της άκρας αριστεράς του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Εξελέγη μέλος της πρωσικής βουλής το 1908 και έπειτα από τέσσερα χρόνια του Reichstag (γερμανική βουλή). Αντιτάχθηκε αποφασιστικά στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο τόσο στη βουλή όσο και με τη δριμεία δημοσιογραφική αρθρογραφία του. Το 1915 ίδρυσε με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ μία επαναστατική, αντιπολεμική, σοσιαλιστική οργάνωση, η οποία αργότερα ονομάστηκε Σπάρτακος. Το 1916 καταδικάστηκε με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας ως καθοδηγητής αντιπολεμικών διαδηλώσεων στο Βερολίνο. Παρέμεινε φυλακισμένος έως το 1918 και τον Ιανουάριο του επόμενου έτους πήρε μέρος στην εξέγερση των σπαρτακιστών του Βερολίνου. Τον συνέλαβαν και πάλι και δολοφονήθηκε (15 Ιανουαρίου 1919) μαζί με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ από το στρατιωτικό απόσπασμα που τους μετέφερε στη φυλακή. Ο Γερμανός πολιτικός Καρλ Λίμπκνεχτ, ηγέτης του σπαρτακιστικού κινήματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • σοσιαλδημοκρατία — Όρος που προέρχεται από τη σύνδεση των εννοιών του σοσιαλισμού και της δημοκρατίας και χρησιμοποιήθηκε στη νεότερη πολιτική ορολογία για το χαρακτηρισμό κινημάτων που δέχονται τις οικονομικοκοινωνικές μεταβολές, αλλά γενικά με μετριοπαθή και… …   Dictionary of Greek

  • Λούξεμπουργκ, Ρόζα — (Rosa Luxemburg, Ζαμόσκ [Πολωνία] 1871 – Βερολίνο, Γερμανία 1919). Γερμανίδα επαναστάτρια και θεωρητικός του μαρξισμού, εβραϊκής καταγωγής. Οι γονείς της ζούσαν στο ρωσικό τμήμα της Πολωνίας. Η Λ. σε νεαρή ηλικία είχε αναμειχθεί στο τοπικό… …   Dictionary of Greek

  • Κανάρις, Βίλχελμ φον- — (Wilhelm von Kanaris, Απλερμπέκ 1887 – Φλόσενμπεργκ 1945). Γερμανός ναύαρχος. Ήταν γιος διευθυντή χαλυβουργείου και κατετάγη το 1905 στο πολεμικό ναυτικό. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου υπηρέτησε στο καταδρομικό Δρέσδη, μετά τη βύθιση …   Dictionary of Greek

  • κομουνισμός — Θεωρία που υποστηρίζει την αντίληψη της κοινοκτημοσύνης των μέσων παραγωγής και των καταναλωτικών αγαθών, ξεκινώντας από την προϋπόθεση της θεμελιώδους ανθρώπινης ισότητας η οποία, υπό ορισμένες ιστορικές συνθήκες, οργανώνεται σε ένα πρόγραμμα… …   Dictionary of Greek

  • Μπέμπελ, Αουγκούστ Φέρντιναντ — (August Ferdinand Bebel, 1840 – 1913). Γερμανός πολιτικός και συγγραφέας. Διετέλεσε γραμματέας της Γερμανικής Εργατικής Συνομοσπονδίας και το 1867 εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής. Δύο χρόνια αργότερα ίδρυσε, με τον Καρλ Λίμπκνεχτ, το… …   Dictionary of Greek

  • νεκρική τέχνη — Το ταφικό μνημείο, έκφραση της ν.τ., ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους (ντολμέν, νουραγικά μνημεία κ.ά.). Τις διάφορες μορφές της ν.τ. κωδικοποίησε ο αιγυπτιακός πολιτισμός από την τρίτη χιλιετία π.Χ., κατασκευάζοντας ταφικά μνημεία, υπόγειους …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτακος — I (Spartakusbund). Πολιτικό, επαναστατικό κίνημα στη Γερμανία το 1915 κατευθυνόμενο από τον Καρλ Λίμπκνεχτ, που χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο «Σπάρτακος» και τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, αντίθετο με τη στάση της Σοσιαλδημοκρατίας που ήθελε να λάβα μέρος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”